- ασυντέλεστος
- -η, -ο (Α ἀσυντέλεστος, -ον)αυτός που δεν έχει συντελεστεί ή εκτελεστεί, ο ασυμπλήρωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσυντέλεστος — incomplete masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυντέλεστον — ἀσυντέλεστος incomplete masc/fem acc sg ἀσυντέλεστος incomplete neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυντελέστου — ἀσυντέλεστος incomplete masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυντελέστους — ἀσυντέλεστος incomplete masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυντέλεστα — ἀσυντέλεστος incomplete neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγένητος — ἀγένητος, ον (Α) [γενητός] 1. αυτός που δεν έχει δημιουργηθεί, που δεν έχει αρχίσει να υπάρχει, που δεν έχει αρχή, αιώνιος 2. (για πράγματα) αυτός που δεν έχει συμβεί 3. αβάσιμος, αστήρικτος 4. ασυντέλεστος, ημιτελής 5. ο αγίνωτος* … Dictionary of Greek
αδιάπρακτος — η, ο [διαπράττω] αυτός που δεν διαπράχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διαπραχθεί, ασυντέλεστος, ακατόρθωτος … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
ακάμωτος — η, ο 1.αυτός που δεν είναι καμωμένος, ασυντέλεστος: Ο δρόμος είναι ακόμη ακάμωτος. 2. (για καρπούς), αγίνωτος: Τα σταφύλια ήταν ακάμωτα. 3. (για χωράφια), αυτός που δεν οργώθηκε: Το χωράφι είναι ακάμωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)